αὐξητικός — growing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυξητικός — ή, ό (AM αὐξητικός, ή, όν) αυτός που συντελεί ή προκαλεί αύξηση, ανάπτυξη, επέκταση αρχ. μσν. αυτός που έχει την τάση να αυξάνει, να μεγαλώνει αρχ. 1. (ρητορ.) αυτός που επαυξάνει, που πλουτίζει τον λόγο 2. παραγωγικός … Dictionary of Greek
αυξητικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την αύξηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐξητικά — αὐξητικός growing neut nom/voc/acc pl αὐξητικά̱ , αὐξητικός growing fem nom/voc/acc dual αὐξητικά̱ , αὐξητικός growing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικώτερον — αὐξητικός growing adverbial comp αὐξητικός growing masc acc comp sg αὐξητικός growing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικῶν — αὐξητικός growing fem gen pl αὐξητικός growing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικόν — αὐξητικός growing masc acc sg αὐξητικός growing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικώτατον — αὐξητικός growing masc acc superl sg αὐξητικός growing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικαῖς — αὐξητικός growing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικαί — αὐξητικός growing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικοῖς — αὐξητικός growing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)